Μόνη στο σπίτι...
Ένα βάζο με μέλι... Μία γυναίκα... Μία ιστορία με χαρούμενο τέλος...
Μόνη στο σπίτι. Σάββατο πρωί. Μετά από ξενύχτι άνευ προηγουμένου. Ξυπνάω τρεκλίζοντας. Πάω στην κουζίνα μετά από μεγάλη προσπάθεια. Έχω ήδη ανέβει και 18 σκαλιά, μην το ξεχνάμε αυτό.
Φτιάχνω μία κουπάρα με ελληνικό. Ακούω έναν θόρυβο, σαν κατσαβίδι σε ξύστρα. Η κοιλιά μου... τι τρώνε τώρα σε αυτό το άδειο σπίτι... Μμμ έχουμε ψωμί. Και έχουμε και βούτυρο και μέλι. Και διάφορα άλλα, μα δεν τρώγονται για πρωινό...
Και ναι, βγάζω το ψωμί, το βούτυρο, το αλείφω επιδέξια στο ψωμί, ο καφές ταυτόχρονα βράζει. Πάω να πιάσω το μέλι. Το μέλι που ένα αρσενικό ζωντανό είχε χρησιμοποιήσει μέρες πριν. Προσπαθώ να ανοίξω το μέλι. Μάταιο. Ουπς. Τι κάνουμε τώρα? Μα πού πήγαν όλοι οι άντρες? Το βάζω κάτω από το νερό. Παλεύω με το βάζω. Μαχαίρια, αλλαγή λαβής, πετσέτες, αλλαγή συντεταγμένων μέσα στο σπίτι. Τίποτα. Ανεβαίνω στον αδερφό μου, λείπει. Νιώθω απόγνωση. Και έχω ήδη αλείψει το βούτυρο. Κοιτάζω το μέλι στο διάφανο βάζο. Με κοιτάζει κι αυτό. Ίσως να μην συναντηθούμε ποτέ. Δεν ξέρω.
Απογοητεύομαι. Πίνω δύο γουλιές καφέ. Βάζω το βάζο στο ντουλάπι. Ξαναβγάζω το βάζο από το ντουλάπι. Πάω μαζί του στο σαλόνι. Ξαναμπαίνω στην κουζίνα. Αφήνω το βάζο. Το ξαναπιάνω. Βρίζω τον τελευταίο άνθρωπο που το άνοιξε και το έκλεισε. Νιώθω μόνη. Θέλω οπωσδήποτε να δημιουργήσω ένα σύστημα που να ανοίγει όλα τα βάζα που υπάρχουν.
Πιάνω το βάζο, προσπαθώ μια τελευταία φορά με το πονεμένο μου χέρι να το ανοίξω. Δεν έχω δύναμη να βάλω. Δοκιμάζω να το ανοίξω, έτσι τυπικά. Ανοίγει.
Θυμάμαι πως δεν πρέπει να φάω μέλι με βούτυρο γιατί κάνω διατροφή.
Τραγικό.
Πάω για διάβασμα.
Μόνη στο σπίτι. Σάββατο πρωί. Μετά από ξενύχτι άνευ προηγουμένου. Ξυπνάω τρεκλίζοντας. Πάω στην κουζίνα μετά από μεγάλη προσπάθεια. Έχω ήδη ανέβει και 18 σκαλιά, μην το ξεχνάμε αυτό.
Φτιάχνω μία κουπάρα με ελληνικό. Ακούω έναν θόρυβο, σαν κατσαβίδι σε ξύστρα. Η κοιλιά μου... τι τρώνε τώρα σε αυτό το άδειο σπίτι... Μμμ έχουμε ψωμί. Και έχουμε και βούτυρο και μέλι. Και διάφορα άλλα, μα δεν τρώγονται για πρωινό...
Και ναι, βγάζω το ψωμί, το βούτυρο, το αλείφω επιδέξια στο ψωμί, ο καφές ταυτόχρονα βράζει. Πάω να πιάσω το μέλι. Το μέλι που ένα αρσενικό ζωντανό είχε χρησιμοποιήσει μέρες πριν. Προσπαθώ να ανοίξω το μέλι. Μάταιο. Ουπς. Τι κάνουμε τώρα? Μα πού πήγαν όλοι οι άντρες? Το βάζω κάτω από το νερό. Παλεύω με το βάζω. Μαχαίρια, αλλαγή λαβής, πετσέτες, αλλαγή συντεταγμένων μέσα στο σπίτι. Τίποτα. Ανεβαίνω στον αδερφό μου, λείπει. Νιώθω απόγνωση. Και έχω ήδη αλείψει το βούτυρο. Κοιτάζω το μέλι στο διάφανο βάζο. Με κοιτάζει κι αυτό. Ίσως να μην συναντηθούμε ποτέ. Δεν ξέρω.
Απογοητεύομαι. Πίνω δύο γουλιές καφέ. Βάζω το βάζο στο ντουλάπι. Ξαναβγάζω το βάζο από το ντουλάπι. Πάω μαζί του στο σαλόνι. Ξαναμπαίνω στην κουζίνα. Αφήνω το βάζο. Το ξαναπιάνω. Βρίζω τον τελευταίο άνθρωπο που το άνοιξε και το έκλεισε. Νιώθω μόνη. Θέλω οπωσδήποτε να δημιουργήσω ένα σύστημα που να ανοίγει όλα τα βάζα που υπάρχουν.
Πιάνω το βάζο, προσπαθώ μια τελευταία φορά με το πονεμένο μου χέρι να το ανοίξω. Δεν έχω δύναμη να βάλω. Δοκιμάζω να το ανοίξω, έτσι τυπικά. Ανοίγει.
Θυμάμαι πως δεν πρέπει να φάω μέλι με βούτυρο γιατί κάνω διατροφή.
Τραγικό.
Πάω για διάβασμα.
ha ha geloia
ReplyDelete